βούττη

βούττη
και βοῡττις, η (Μ)
βλ. βούτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βούτη — και βούτα και βούτσα, η (Μ βούττη και βοῡττις) 1. ξύλινος κάδος για διάφορες χρήσεις, φύλαξη τυριού, μεταφορά σταφίδας κ.λπ. 2. σκάφη 3. δοχείο απορριμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”